-
1 ανασσα
ἥ1) владычица, повелительница (эпитет Деметры, Афродиты, Афины и др.) Hom., HH., Aesch.2) царица(γῆς τῆσδε, Περσίδων Aesch.)
3) госпожа, хозяйка или предводительница(ἁγνῶν ὀργίων Arph.)
-
2 αποφθειρω
1) разрушать, уничтожать, губить(τινά Aesch.)
ἀσιτίαις δέμας ἀ. Eur. — уморить (себя) голодом2) pass. гибнуть, погибать(ἀσθενείᾳ Thuc.)
οὐ γῆς τῆσδε ἀποφθαρήσεται ; Eur. — почему он не уберется прочь из этой страны себе на погибель?;οὐκ εἰς κόρακας ἀποφθερεῖ ; Arph. — да провались ты совсем! (досл. неужели не уберешься?) -
3 ηγεμων
Iдор. ἁγεμών - όνος ὅ и ἥ1) (тж. ὁδοῦ ἡ. Xen.) (про)вожатый, проводник(τοῦ πλοῦ Thuc.; ἡ. τινι Soph. и τινος Aesch.)
ἡ. γενέσθαι τινὴ τῆς ὁδοῦ Her. — указать кому-л. путь;ἥ ἀναισχυντία ἐπὴ πάντα τὰ αἰσχρὰ ἡ. (ἐστιν) Xen. — бесстыдство ведет ко всем порокам;ἡ. παρὰ νηΐ Hom. — водитель корабля, кормчий2) руководитель, наставник(τοῦ ζῆν ἡδέως Xen.; ἠθῶν χρηστῶν τινι Plat.; τῆς εἰρήνης Dem.)
3) (sc. τῆς ἀπήνης) возница Soph.4) предводитель, глава, вождь(Δαναῶν Hom.; τοῦ ἔθνους Arst.)
5) (вое)начальник, командующий(φυλάκων Hom.; νεῶν Aesch.; στρατηγὸς καὴ ἡ. τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὸν βάρβαρον Her.)
6) правитель(γῆς τῆσδε Soph.; πόλεως Plat.)
7) (лат. procurator) наместник(Πιλᾶτος ὅ ἡ. NT.)
8) (лат. imperator или princeps) император, цезарь(θύειν ὑπὲρ τοῦ ἡγεμόνος Plut.)
9) ( у животных) вожак(τῶν προβάτων Arst.)
10) стих. = πυρρίχιος См. πυρριχιοςII2, gen. όνος1) главный, руководящий(ἀνήρ Plat.)
2) ведущий, направляющий(ψυχῆς μέρη Plat.; πόδες, sc. τῶν ζῷων Arst.)
ναῦς ἡ. Aesch. — корабль командующего, флагманское судно -
4 κατοψιος
-
5 μοναρχος
Iион. μούναρχος 2принадлежащий монарху(σκᾶπτον Pind.)
IIион. μούναρχος ὅ1) единодержавный властелин, монарх(γῆς τῆσδε Arph.)
2) начальник, командир(γυμνήτων μόναρχοι Eur.)
3) (в Риме; лат. dictator) диктатор Plut. -
6 αρρην
Iэп. и староатт. ἄρσην, ион. ἔρσην 2, gen. ενος1) мужского пола, мужской(θεός, ἵππος Hom.; νηδύς Eur.; ἰχθύες Arst.; ἔλαιος Soph.)
2) мужественный(τῆσδε γῆς οἰκήτορες Aesch.; φρένες Eur.)
3) мощный, сильный(κτύπος Soph.; βοή Arph.)
4) грам. мужского рода(ὀνόματα Arph.; τὰ γένη τῶν ὀνομάτων Arst.)
IIэп. и староион. ἄρσην - ενος ὅ1) мужчина Aesch., Thuc., Arst.2) самец Arst. -
7 ευεργετης
- ου ὅ(τινί Her., Eur. и τινός Eur., Plat., Arst.; ὑπερτιμᾶν τινα ὡς εὐεργέτην Soph.)
τίς ἂν γένοιτο τῆσδε γῆς εὐ. ; Eur., — кто (из вас) окажет услугу этой стране?2) носящий звание «благодетеля» (с присвоением которого связывались определенные права и преимущества; ср. εὐεργεσία 3)(μέγιστος εὐ. παρ΄ ἐμοὴ ἀναγεγράψει Plat.)
-
8 κοιρανος
ὅ, редко ἥ повелитель, властитель(λαῶν, κ. καὴ ἡγεμών Hom.; τῆσδε τῆς γῆς, Ἀθηνῶν Soph.)
-
9 κυριον
(ῡ) τό1) (тж. κ. τῆς πολιτείας Arst.) государственная власть2) закон(τὰ τῆσδε τῆς γῆς κύρια Soph.)
3) власть, господство(κύρια ἔχειν τινός Aesch.)
4) решающий час(ὅτε τὸ κ. μόλῃ Aesch.)
-
10 μιαστωρ
- ορος ὅ1) осквернитель, позор, бесчестие(τῆσδε γῆς Soph.; Ἑλλάδος Eur.)
2) каратель, мстительτρέφειν τινὰ μιάστορά τινι Soph. — воспитать из кого-л. мстителя кому-л.
-
11 πληθος
- εος τό1) множество(χρυσοῦ Plat.; πημάτων Aesch.)
στρατοῦ π. Her. — многочисленное войско;ἐς π. Thuc. — во множестве2) большинство, основная часть, главные силы(τοῦ στρατοῦ Her.; τῆς δυνάμεως Xen.)
τὸ π. ἐψηφίσαντο πολεμεῖν Thuc.ὡς πλήθει Plat. — в целом, вообще;ὡς ἐπὴ το π. Plat. — в большинстве случаев3) население(τῆσδε γῆς Eur.; τῆς πόλεως NT.)
4) народные массы, народ(ἐς τὸ π. φέρειν τὸ κράτος Her.; ἥ τοῦ πλήθους ἀρχή, δημοκρατία τοὔνομα κληθεῖσα Plat.)
ἐναντία τῷ ὑμετέρῳ πλήθει πράττοντες Lys. — действующие во вред вашему народу5) количество, число, численность(νεῶν Aesch.; πλήθει φοβερώτατος Thuc.)
πλήθεϊ πολλοί Her. — многочисленные;π. ἀνάριθμοι Aesch. — бесчисленные;π. ὡς δισχίλιοι Xen. — числом около двух тысяч6) размер(ы), т.е. объем или протяжение(χώρας Xen.; τῆς οὐσίας Plat.)
π. τῆς ζημίας Thuc. — мера наказания;πλήθει πολλῶν μηνῶν Soph. — по истечении многих месяцев;διὰ χρόνου π. Thuc. — в силу (большой) давности -
12 πορθμευω
1) перевозить, переправлять(Θρῇκα στρατόν Eur.)
; med.-pass. двигатьсяαἰθέρα πορθμεύεσθαι Eur. — проноситься по эфиру2) (sc. ἑαυτόν) переправляться, переплывать(τὸν ποταμόν Plat.)
τις ποτ΄ ἄρ΄ ἀστέρ ὅδε πορθμεύει ; Eur. — что это за звезда проносится?3) приносить, доставлять(ἐφετμάς Aesch.; γραφὰς πρὸς Ἄργος Eur.)
4) переносить(τινὰ ἐκ τῆσδε γῆς Soph.)
5) вести, приводить, доводить(ὑπόμνησιν - v. l. ὑπομνήσει - εἰς δάκρυα Eur.)
ποῖ τόνδε πορθμεύεις ; Eur. — куда ведешь ты этот (отряд)?6) передвигать, переставлять
См. также в других словарях:
εξώστης — Οι βατές προεξοχές που δημιουργούνται στους ορόφους των κτιρίων, μπροστά από ανοίγματα που φτάνουν έως το δάπεδο, τις εξωστόθυρες. Προορισμός τους είναι να δώσουν στους ορόφους έναν μικρό υπαίθριο χώρο, σε προέκταση του εσωτερικού κλειστού, ή και … Dictionary of Greek
επέκεινα — (AM ἐπέκεινα) επίρρ. φρ. «το επέκεινα» ο άλλος κόσμος, η άλλη ζωή αρχ. μσν. 1. πέρα («ἐπέκεινα τῶν ἐκβολῶν αὐτοῡ») 2. (για μελλοντικό χρόνο) από τώρα και μετά («ἀφίημι ἀπὸ σήμερον καὶ ἐπέκεινα», ΠΔ) 3. (με άρθρο) τὸ ἐπέκεινα το πέρα μέρος… … Dictionary of Greek
κάτειμι — (AM) έλκω την καταγωγή, κατάγομαι αρχ. 1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ. β. «ἡ δ οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.) 2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν») 3.… … Dictionary of Greek
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek
πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… … Dictionary of Greek
πορθμεύω — ΝΑ [πορθμός] μεταφέρω στην απέναντι όχθη ή ακτή, είμαι πορθμέας («...τοὺς πορθμέας... εἰς Σαλαμῑνα πορθμεύοντας», Αισχίν.) αρχ. 1. μεταφέρω κάποιον κάπου («ἀλλὰ μ ἔκ γε τῆσδε γῆς πόρθμευσον ὡς τάχιστα», Σοφ.) 2. οδηγώ κάποιον σε μια κατάσταση… … Dictionary of Greek